υπότονος

υπότονος
-η, -ο / ὑπότονος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «υπότονο διάλυμα»
φυσιολ. υποτονικό διάλυμα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ὑπότονον
ο στύλος που στηρίζει τη στέγη
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπότονος
το ὑποτόναιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτείνω «τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο». Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. hypotonus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποτόναιον — τὸ, Α κατώφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπότονος + κατάλ. αιον, ουδ. τού αιος*] …   Dictionary of Greek

  • υπότονον — τὸ, Μ βλ. υπότονος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”